- σαλπάρω
- Ν1. εκτελώ τους κατάλληλους χειρισμούς για το ξεκίνημα τού πλοίου, σηκώνω την άγκυρα προκειμένου να αποπλεύσω2. (κατ' επέκτ.) α) αποπλέω, αναχωρώ από το λιμάνιβ) (για πρόσ.) ξεκινώ για ταξίδι3. (η προστ.) σάλπα! (ως ναυτ. παράγγελμα) σηκώστε την άγκυρα να σαλπάρουμε.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. salpare].
Dictionary of Greek. 2013.